grecko » niemiecki

μηχανική [mixaniˈci] SUBST r.ż.

1. μηχανική FIZ.:

μηχανική
Mechanik r.ż.
κλασική μηχανική
μηχανική ρευστών
σχετικιστική μηχανική

2. μηχανική (τεχνολογία):

μηχανική
Technik r.ż.
γενετική μηχανική
Gentechnik r.ż.
μηχανική τροφίμων
χημική μηχανική

μηχανική SUBST

Hasło od użytkownika
τεχνική μηχανική r.ż.

μηχανική SUBST

Hasło od użytkownika
μηχανική συνεχούς μέσου r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem μηχανική

μηχανική r.ż. ρευστών
νευτώνεια μηχανική
μηχανική γραφομηχανή
γενετική μηχανική
κλασική μηχανική
μηχανική ρευστών
μηχανική ενέργεια
σχετικιστική μηχανική
μηχανική τροφίμων
χημική μηχανική

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский