διδασκαλία [ðiðaskaˈlia] SUBST r.ż.
1. διδασκαλία (ασχόληση του δασκάλου):
-
Lehrtätigkeit r.ż.
2. διδασκαλία (μάθημα):
-
Unterricht r.m.
-
Deutschunterricht r.m.
-
αίθουσα r.ż. διδασκαλίας
-
Unterrichtsraum r.m.
-
ελευθερία r.ż. διδασκαλίας
-
Lehrfreiheit r.ż.
-
λογισμικό r.n. διδασκαλίας INF.
-
Lernprogramm r.n.
-
λογισμικό r.n. διδασκαλίας INF.
-
Lernsoftware r.ż.
-
μέσα r.n. l.mn. διδασκαλίας (βιβλία, ταινίες κτλ)
-
ποιότητα r.ż. διδασκαλίας
-
Unterrichtsqualität r.ż.
3. διδασκαλία (σύνολο διδαγμάτων δόγματος):
-
Lehre r.ż.
4. διδασκαλία TEATR:
-
Inszenierung r.ż.