grecko » niemiecki

ομιλητής (ομιλήτρια) [ɔmiliˈtis, ɔmiˈlitria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

ομιλητής (ομιλήτρια)
Sprecher(in) r.m. (r.ż.)

ομιλητικ|ός <-ή, -ό> [ɔmilitiˈkɔs] PRZYM.

ομιλία [ɔmiˈlia] SUBST r.ż.

1. ομιλία (ανθρώπινη ικανότητα):

Sprache r.ż.

2. ομιλία (προφορικός λόγος):

Rede r.ż.

3. ομιλία (τρόπος έκφρασης):

Sprechweise r.ż.

4. ομιλία (λόγος, διάλεξη):

Rede r.ż.

5. ομιλία (συνομιλία):

Gespräch r.n.

βρομιομετρία [vrɔmiɔmɛˈtria] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский