grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „περιουσία“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

περιουσία [pɛriuˈsia] SUBST r.ż.

1. περιουσία (υπάρχοντα):

περιουσία
Vermögen r.n.
χωρίς περιουσία
ακίνητη περιουσία
ακίνητη περιουσία
αρχική περιουσία GOSP.
δημόσια περιουσία
επιχειρηματική περιουσία, περιουσία της επιχείρησης
περιουσία στο εξωτερικό
περιουσία της εταιρείας, εταιρική περιουσία
κρατική περιουσία
οικογενειακή περιουσία
οικογενειακή περιουσία
προσωπική περιουσία
συνολική περιουσία
πτωχευτική περιουσία
Konkursmasse r.ż.
Vermögensarten r.ż. l.mn.

2. περιουσία (έδαφος):

περιουσία
κτηματική περιουσία

Przykładowe zdania ze słowem περιουσία

επιχειρηματική περιουσία, περιουσία της επιχείρησης
περιουσία της εταιρείας, εταιρική περιουσία
ακίνητη περιουσία
αρχική περιουσία GOSP.
δημόσια περιουσία
κρατική περιουσία
οικογενειακή περιουσία
προσωπική περιουσία
συνολική περιουσία
πτωχευτική περιουσία
χωρίς περιουσία
κτηματική περιουσία
έγγειος περιουσία
περιουσία r.ż. του οφειλέτη

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский