πόντος2 [ˈpɔndɔs] SUBST r.m.
1. πόντος (μονάδα βαθμολογικής μέτρησης):
-
πόντος
-
Punkt r.m.
2. πόντος (εκατοστόμετρο):
-
πόντος
-
Zentimeter r.m.
4. πόντος (μπηχτή):
-
πόντος
-
Seitenhieb r.m.
Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?
Wyślij nowe hasło.