grecko » niemiecki

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST r.m., συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST r.ż.

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) r.m. (r.ż.)
Autor(in) r.m. (r.ż.)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) r.m. (r.ż.)

συνθετάση [sinθɛˈtasi] SUBST r.ż. BIOL.

συνθετικό [sinθɛtiˈkɔ] SUBST r.n.

συμμετρία [simɛˈtria] SUBST r.ż.

1. συμμετρία (αρμονία):

Ebenmaß r.n.

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST r.m., σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST r.ż.

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST r.m., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST r.m./r.ż.

συνοφειλέτης [sinɔfiˈlɛtis] SUBST r.m., συνοφειλέτρια [sinɔfiˈlɛtria], συνοφειλέτιδα [sinɔfiˈlɛtiða] SUBST r.ż.

συνθετικ|ός <-ή, -ό> [sinθɛtiˈkɔs] PRZYM.

ασυμμετρία [asimɛˈtria] SUBST r.ż.

1. ασυμμετρία (έλλειψη ομαλότητας):

2. ασυμμετρία (έλλειψη συμμετρίας):

Asymmetrie r.ż.

σύνθετ|ος <-η, -ο> [ˈsinθɛtɔs] PRZYM.

2. σύνθετος (πολύπλοκος):

3. σύνθετος (τροφή, ύφασμα):

συνθέτης (συνθέτρια) [sinˈθɛtis, sinˈθɛtria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. συνθέτης MUZ.:

συνθέτης (συνθέτρια)
Komponist(in) r.m. (r.ż.)

2. συνθέτης DRUK.:

συνθέτης (συνθέτρια)
Schriftsetzer(in) r.m. (r.ż.)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский