grecko » niemiecki

συχν|ός <-ή, -ό> [sixˈnɔs] PRZYM.

συχνά|ζω <-σα> [sixˈnazɔ] VERB cz. nieprzech.

συνεχές [sinɛˈçɛs] SUBST r.n.

Μυκήνες [miˈcinɛs] SUBST r.ż. l.mn.

συνεπ|ής <-ής, -ές> [sinɛˈpis] PRZYM.

1. συνεπής (σύμφωνος):

2. συνεπής (από χαρακτήρα):

συνεπώς [sinɛˈpɔs] PRZYSŁ.

συνετ|ός <-ή, -ό> [sinɛˈtɔs] PRZYM.

1. συνετός (γνωστικός):

2. συνετός (που ενεργεί με περίσκεψη):

συνεχ|ής <-ής, -ές> [sinɛˈçis] PRZYM.

1. συνεχής (αδιάκοπος):

2. συνεχής (διαδοχικός, εν σειρά):

3. συνεχής (που επαναλαμβάνεται συνεχώς):

συνεχώς [sinɛˈxɔs] PRZYSŁ.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский