grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „τμήμα“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

τμήμα [ˈtmima] SUBST r.n.

1. τμήμα (μέρος):

τμήμα
Teil r.m.
τμήμα κύκλου
τμήμα της αγοράς GOSP.

2. τμήμα (κειμένου):

τμήμα
Abschnitt r.m.

3. τμήμα (υπηρεσίας, καταστήματος, επιχείρησης):

τμήμα
Abteilung r.ż.
τμήμα αγγελιών
τμήμα αγορών
τμήμα αγορών
Einkauf r.m.
τμήμα αποστολής
εκλογικό τμήμα
Wahllokal r.n.
τμήμα εξαγωγών
τμήμα εξαγωγών
Export r.m.
τμήμα παραγωγής
τμήμα παραγωγής
Produktion r.ż.
τμήμα πιστώσεων
τμήμα πωλήσεων
τμήμα πωλήσεων
Verkauf r.m.

4. τμήμα (αστυνομικό):

τμήμα

5. τμήμα (νοσοκομείου):

τμήμα
Station r.ż.
τμήμα νεογνών

6. τμήμα (φροντιστηρίου):

τμήμα
Kurs r.m.
εντατικό τμήμα

τμήμα SUBST

Hasło od użytkownika
τμήμα προμηθειών r.n. GOSP.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский