grecko » niemiecki

φιλαναγνώστης (φιλαναγνώστρια) [filanaˈɣnɔstis, filanaˈɣnɔstria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

φιλαναγνώστης (φιλαναγνώστρια)
Leseratte r.ż.

αναγνωστήριο [anaɣnɔsˈtiriɔ] SUBST r.n.

αναγνωστικό [anaɣnɔstiˈkɔ] SUBST r.n.

φιλαργυρία [filarjiˈria] SUBST r.ż.

αναγνώστης (αναγνώστρια) [anaˈɣnɔstis, anaˈɣnɔstria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

φιλανθρωπία [filanθrɔˈpia] SUBST r.ż.

1. φιλανθρωπία (αγάπη για τους συνανθρώπους):

2. φιλανθρωπία (ευεργεσία):

Wohltat r.ż.

αναγνωστικ|ός <-ή, -ό> [anaɣnɔstiˈkɔs] PRZYM.

ευανάγνωστ|ος <-η, -ο> [ɛvaˈnaɣnɔstɔs] PRZYM.

δυσανάγνωστ|ος <-η, -ο> [ðisaˈnaɣnɔstɔs] PRZYM. (γραφή, κείμενο)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский