grecko » niemiecki

απουσιά|ζω <-σα> [apusiˈazɔ] VERB cz. nieprzech.

1. απουσιάζω:

2. απουσιάζω SZK.:

απουσιολόγιο [apusiɔˈlɔjiɔ] SUBST r.n.

1. απουσιολόγιο (γενικά):

2. απουσιολόγιο (κατάλογος της τάξης):

απουσιολόγος [apusiɔˈlɔɣɔs] SUBST mf SZK.

I . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB cz. przech. (κάποιον, τα πάθη μου)

II . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB cz. nieprzech. (κατέχω την εξουσία, έχω το λόγο)

I . παρουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [parusiˈazɔ] VERB cz. przech.

1. παρουσιάζω (έγγραφο):

3. παρουσιάζω (επιδείχνω: νέο έργο, μόδα):

4. παρουσιάζω (συστήνω):

5. παρουσιάζω (εκθέτω: έργα τέχνης):

7. παρουσιάζω TV:

II . παρουσιάζομαι VERB cz. zwr.

1. παρουσιάζομαι (εμφανίζομαι: φαινόμενο, αρρώστια, προβλήματα):

2. παρουσιάζομαι (παραβρίσκομαι):

επουσιώδ|ης <-ης, -ες> [ɛpusiˈɔðis] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский