grecko » niemiecki

κέντρο [ˈcɛndrɔ] SUBST r.n.

1. κέντρο (κεντρικό σημείο: επιφάνειας κτλ):

κέντρο
κέντρο
Zentrum r.n.
Partei r.ż. der Mitte
κέντρο μάζας FIZ.

2. κέντρο przen. (επίκεντρο):

κέντρο

3. κέντρο (κτήριο, ίδρυμα με κάποιο σκοπό):

κέντρο
Zentrum r.n.

4. κέντρο (πόλης):

κέντρο
Zentrum r.n.
κέντρο της πόλης
κέντρο της πόλης
Stadtmitte r.ż.
εμπορικό κέντρο

5. κέντρο (τόπος για ψυχαγωγία):

κέντρο
Lokal r.n.

6. κέντρο (κύριο γραφείο, κέντρο κάποιου δικτύου):

κέντρο
Zentrale r.ż.

7. κέντρο TELEK.:

κέντρο
Vermittlung r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem κέντρο

κέντρο r.n. συμμετρίας
κέντρο r.n. διασκεδάσεως
κέντρο r.n. όγκου MAT.
κέντρο r.n. βαρύτητας
κέντρο r.n. κοστολόγησης GOSP.
κέντρο r.n. στόχου
Mouche r.ż.
ιατρικό κέντρο
γαλαξιακό κέντρο
χρωματικό κέντρο
ριζικό κέντρο
κέντρο μάζας FIZ.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский