grecko » niemiecki

πανάκεια [paˈnacia] SUBST r.ż. και przen.

Παναμέζ|ος (-α) [panaˈmɛz|ɔs, -a] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

αναμερί|ζω <-σα, -σμένος> [anamɛˈrizɔ] VERB cz. przech.

Zobacz też ανάμεσα

ανάμεσα [aˈnamɛsa] PRZYSŁ.

2. ανάμεσα (ανάμεσα σε φίλους, εκφράζοντας εμπιστοσύνη):

unter +C.

4. ανάμεσα (σχετικά με τρόπο διάβασης):

παρμεζάνα [parmɛˈzana] SUBST r.ż.

παναμέζικ|ος <-η, -ο> [panaˈmɛzikɔs] PRZYM. pot.

παναμαϊκ|ός <-ή, -ό> [panamaiˈkɔs] PRZYM.

Παναμάς [panaˈmas] SUBST r.m.

αναμελιά

αναμελιά s. αμέλεια

Zobacz też αμέλεια

αμέλεια [aˈmɛlia] SUBST r.ż.

1. αμέλεια (έλλειψη φροντίδας και ενδιαφέροντος):

2. αμέλεια (απροσεξία, αιτία δυστυχήματος) PR.:

I . αναμετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [anamɛˈtrɔ] VERB cz. przech. (τις συνέπειες)

II . αναμετριέμαι VERB cz. zwr.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский