grecko » niemiecki

ακοντιστής (ακοντίστρια) [akɔndisˈtis, akɔnˈdistria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

ακοντιστής (ακοντίστρια)
Speerwerfer(in) r.m. (r.ż.)

ακονιστήρι [akɔnisˈtiri] SUBST r.n.

1. ακονιστήρι (όργανο):

2. ακονιστήρι (εργαστήριο):

Schleiferei r.ż.

ακοντισμός [akɔndizˈmɔs] SUBST r.m.

ακονιστής (ακονίστρια) [akɔnisˈtis, akɔˈnistria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

ακονόπετρα [akɔˈnɔpɛtra] SUBST r.ż.

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST r.ż. TV

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST r.m., φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST r.ż.

ακούρδιστ|ος [aˈkurðistɔs], ακούρντιστ|ος [aˈkurdistɔs] <-η, -ο> PRZYM.

1. ακούρδιστος (ρολόι, παιχνιδάκι):

2. ακούρδιστος (πιάνο):

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский