grecko » niemiecki

αναμορφωτής (αναμορφώτρια) [anamɔrfɔˈtis, anamɔrˈfɔtria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

αναμορφωτής (αναμορφώτρια)
Reformator(in) r.m. (r.ż.)

αναμορφωτικ|ός <-ή, -ό> [anamɔrfɔtiˈkɔs] PRZYM.

αναμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anamɔrˈfɔnɔ] VERB cz. przech.

1. αναμορφώνω (ανασχηματίζω):

2. αναμορφώνω (σε πολιτικο-κοινωνικό χώρο):

αναμόρφωσ|η <-εις> [anaˈmɔrfɔsi] SUBST r.ż.

1. αναμόρφωση (πρόσδοση νέας μορφής):

2. αναμόρφωση (μετασχηματισμός):

Reform r.ż.

διαμορφωτής (διαμορφώτρια) [ðiamɔrfɔˈtis, ðiamɔrˈfɔtria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. διαμορφωτής (πλατείας, χώρου, πολιτικής):

Gestalter(in) r.m. (r.ż.)

2. διαμορφωτής (χαρακτήρα):

Former(in) r.m. (r.ż.)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST r.m., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский