grecko » niemiecki

αποδεκτ|ός <-ή, -ό> [apɔðɛkˈtɔs] PRZYM.

1. αποδεκτός (που μπορεί να γίνει δεκτός):

αποδεκατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔðɛkaˈtizɔ] VERB cz. przech.

αποδεικτικό [apɔðiktiˈkɔ] SUBST r.n.

1. αποδεικτικό (ό,τι αποδείχνει κάτι):

Beleg r.m.

2. αποδεικτικό (έγγραφο):

αποδελτίωσ|η <-εις> [apɔðɛlˈtiɔsi] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский