grecko » niemiecki

αποτίω

αποτίω s. αποτίνω

Zobacz też αποτίνω

απ|οτίνω <-έτισα> [apɔˈtinɔ] VERB cz. przech.

I . αποσύρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [apɔˈsirɔ] VERB cz. przech.

1. αποσύρω (στρατεύματα):

2. αποσύρω (χρήματα από τράπεζα):

3. αποσύρω (αίτηση):

II . αποσύρομαι VERB cz. zwr.

1. αποσύρομαι:

2. αποσύρομαι (για στρατεύματα):

αποφέρ|ω <-α> [apɔˈfɛrɔ] VERB cz. przech. (κέρδος)

απ|οτίνω <-έτισα> [apɔˈtinɔ] VERB cz. przech.

απολύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔˈliɔ] VERB cz. przech.

1. απολύω (αφήνω ελεύθερο):

2. απολύω (από εργασία, από στρατό):

απ|οξέω <-έξεσα, -οξέστηκα, -οξεσμένος> [apɔˈksɛɔ] VERB cz. przech.

1. αποξέω (γενικά):

2. αποξέω MED.:

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский