grecko » niemiecki

γλυκερ|ός <-ή, -ό> [ɣlicɛˈrɔs] PRZYM.

γλυκόπικρ|ος <-η, -ο> [ɣliˈkɔpikrɔs] PRZYM.

γλυκόλες [ɣliˈkɔlɛs] SUBST r.ż. l.mn. CHEM.

γλυκόηχ|ος <-η, -ο> [ɣliˈkɔixɔs] PRZYM.

γλυκύτητα [ɣliˈcitita] SUBST r.ż.

1. γλυκύτητα (γλυκιά γεύση):

Süße r.ż.

2. γλυκύτητα przen. (τρυφερότητα):

Sanftheit r.ż.

3. γλυκύτητα przen. (του κλίματος):

Milde r.ż.

γλυκερόλη [ɣlicɛˈrɔli] SUBST r.ż.

καυτερ|ός <-ή, -ό> [kaftɛˈrɔs] PRZYM.

1. καυτερός (πιπεριά):

2. καυτερός (πολύ ζεστός):

εγγύτερ|ος <-η, -ο> [ɛɲˈɟitɛrɔs] PRZYM.

κοντύτερ|ος <-η, -ο> [kɔnˈditɛrɔs] PRZYM. (λιγότερου μήκους)

πρωτύτερ|ος <-η, -ο> [prɔˈtitɛrɔs] PRZYM.

γλυκαγόνο [ɣlikaˈɣɔnɔ] SUBST r.n.

γλυκάνισο [ɣliˈkanisɔ] SUBST r.n.

γλυκερίνη [ɣlicɛˈrini] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский