grecko » niemiecki

δαμαστής (δαμάστρια) [ðamasˈtis, ðaˈmastria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. δαμαστής (γενικά):

δαμαστής (δαμάστρια)
Bändiger(in) r.m. (r.ż.)

2. δαμαστής (ζώων):

δαμαστής (δαμάστρια)
Dompteur r.m.
δαμαστής (δαμάστρια)
Dompteuse r.ż.

δράστης [ˈðrastis] SUBST r.m., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST r.ż.

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST r.m., φασίστρια [faˈsistria] SUBST r.ż.

Faschist(in) r.m. (r.ż.)

δαμασκηνιά [ðamasciˈɲa] SUBST r.ż.

δαμαλίτιδα [ðamaˈlitiða] SUBST r.ż. MED.

δαμαλίδα [ðamaˈliða] SUBST r.ż.

1. δαμαλίδα (μικρή αγελάδα):

junge Kuh r.ż.

2. δαμαλίδα (αρρώστια, ορός εμβολιασμού):

Kuhpocken r.ż. l.mn.

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST r.ż.

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST r.ż.

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST r.m., κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST r.ż.

δαμασκην|ής <-ής, -ές> [ðamasciˈnis] PRZYM.

δαμασκην|ός <-ή, -ό> [ðamasciˈnɔs] PRZYM.

ζαχαροπλάστης [zaxarɔˈplastis] SUBST r.m., ζαχαροπλάστισσα [zaxarɔˈplastisa], ζαχαροπλάστρια [zaxarɔˈplastria] SUBST r.ż.

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST r.m., φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский