grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „ταυτότητα“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

ταυτότητα [tafˈtɔtita] SUBST r.ż.

1. ταυτότητα (απόλυτη ομοιότητα):

ταυτότητα
ταυτότητα
Identität r.ż.

2. ταυτότητα (η μοναδικότητα ενός ατόμου ή πράγματος):

ταυτότητα
Identität r.ż.
πολιτιστική ταυτότητα

3. ταυτότητα (δελτίο, η αστυνομική ταυτότητα):

ταυτότητα
ταυτότητα ασφαλισμένου
φοιτητική ταυτότητα
Ausweispapiere r.n. l.mn.

ταυτότητα SUBST

Hasło od użytkownika
ταυτότητα οφειλής r.ż. FIN.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский