grecko » niemiecki

δωρολήπτης (δωρολήπτρια) [ðɔrɔˈliptis, ðɔrɔˈliptria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

δωρολήπτης (δωρολήπτρια)

δωροληψία [ðɔrɔliˈpsia] SUBST r.ż.

1. δωροληψία (συγκατάθεση του δωρολήπτη):

2. δωροληψία (αποδοχή χρημάτων):

διοπτρία [ðiɔpˈtria] SUBST r.ż.

μεροληπτ|ώ <-είς, -ησα> [mɛrɔlipˈtɔ] VERB cz. nieprzech.

δράστης [ˈðrastis] SUBST r.m., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский