grecko » niemiecki

εγκατεστημέν|ος <-η, -ο> [ɛŋgatɛstiˈmɛnɔs] PRZYM. (κάτοικος)

εγκαταστημέν-

εγκαταστημέν- s. εγκαθιστώ

Zobacz też εγκαθιστώ

I . εγκα|θιστώ <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> [ɛŋgaθisˈtɔ] VERB cz. przech.

1. εγκαθιστώ (σε κατοικία):

2. εγκαθιστώ (μηχάνημα):

3. εγκαθιστώ (άτομο: διορίζω):

II . εγκαθίσταμαι o εγκαθιστώμαι VERB cz. zwr.

1. εγκαθίσταμαι o εγκαθιστώμαι (σε κάποια πόλη, κάπου για παραθερισμό):

κατεστημένο [katɛstiˈmɛnɔ] SUBST r.n.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский