grecko » niemiecki

ελκυστικότητα [ɛlcistiˈkɔtita] SUBST r.ż.

1. ελκυστικότητα (εμφάνισης κτλ):

2. ελκυστικότητα (χαμόγελου, τρόπων):

Charme r.m.

3. ελκυστικότητα (ελκτική δύναμη):

ελκυστικ|ός <-ή, -ό> [ɛlcistiˈkɔs] PRZYM.

1. ελκυστικός (εμφάνιση, τιμή):

2. ελκυστικός (χαμόγελο, τρόπος):

3. ελκυστικός (προσφορά):

γευστικότητα [jɛfstiˈkɔtita] SUBST r.ż.

καυστικότητα [kafstiˈkɔtita] SUBST r.ż.

1. καυστικότητα CHEM.:

Ätzkraft r.ż.

2. καυστικότητα przen. (λόγου):

Schärfe r.ż.

μυστικότητα [mistiˈkɔtita] SUBST r.ż.

ακουστικότητα [akustiˈkɔtita] SUBST r.ż.

ελκυστήρας [ɛlcisˈtiras] SUBST r.m.

1. ελκυστήρας (γεωργικός):

Traktor r.m.

2. ελκυστήρας (αλλοιώς):

Zugmaschine r.ż.

δραστικότητα [ðrastiˈkɔtita] SUBST r.ż.

οριστικότητα [ɔristiˈkɔtita] SUBST r.ż.

πειστικότητα [pistiˈkɔtita] SUBST r.ż.

χρηστικότητα [xristiˈkɔtita] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский