ενόχλησ|η <-εις> [ɛˈnɔxlisi] SUBST r.ż.
1. ενόχληση (διαταραχή της ομαλότητας):
-
Störung r.ż.
2. ενόχληση (εξαιτίας φορτικότητας, πείραγμα):
-
Belästigung r.ż.
3. ενόχληση (δυσαρέσκεια):
-
Missfallen r.n.
Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?
Wyślij nowe hasło.