grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „επίκαιρος“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

I . επίκαιρ|ος <-η, -ο> [ɛˈpicɛrɔs] PRZYM.

1. επίκαιρος (έγκαιρος):

επίκαιρος

2. επίκαιρος (σε κατάλληλη στιγμή):

επίκαιρος

3. επίκαιρος (κατάλληλος):

επίκαιρος

4. επίκαιρος (ταιριαστός):

επίκαιρος

5. επίκαιρος (του σήμερα, που τώρα είναι θέμα):

επίκαιρος

II . επίκαιρ|ος [ɛˈpicɛrɔs] SUBST r.n. l.mn.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский