grecko » niemiecki

κατοπιν|ός <-ή, -ό> [katɔpiˈnɔs] PRZYM.

ατροπίνη [atrɔˈpini] SUBST r.ż.

οματροπίνη [ɔmatrɔˈpini] SUBST r.ż.

κατοπτεύ|ω <-σα> [katɔpˈtɛvɔ] VERB cz. przech.

κατοίκησ|η <-εις> [kaˈticisi] SUBST r.ż.

κατορθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katɔrˈθɔnɔ] VERB cz. przech.

1. κατορθώνω (καταφέρνω):

2. κατορθώνω (κάτι ιδιαίτερα δύσκολο):

κατοπτρικ|ός <-ή, -ό> [katɔptriˈkɔs] PRZYM.

κατόπτευσ|η <-εις> [kaˈtɔptɛfsi] SUBST r.ż.

I . κατοπτρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katɔpˈtrizɔ] VERB cz. przech. και przen.

II . κατοπτρίζομαι VERB cz. zwr.

κατοπτρισμός [katɔptrizˈmɔs] SUBST r.m.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский