grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „μονάδα“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

μονάδα [mɔˈnaða] SUBST r.ż.

1. μονάδα (ομάδα):

μονάδα
Einheit r.ż.
ειδική μονάδα

2. μονάδα (μέτρο, ποσότητα):

μονάδα
Einheit r.ż.
μονάδα αμύλου
Broteinheit r.ż.
αστρονομική μονάδα
αριθμητική μονάδα
μονάδα βάρους
μονάδα βάσης FIZ.
Basiseinheit r.ż.
διεθνής μονάδα BIOL.
μονάδα ισχύος
ηλεκτρική μονάδα
θερμαντική μονάδα
μονάδα μάζας
Masseeinheit r.ż.
μονάδα μέτρησης
Maßeinheit r.ż.
μονάδα μήκους
νομισματική μονάδα
μονάδα χρόνου
Zeiteinheit r.ż.

4. μονάδα (τμήμα επιχείρησης):

μονάδα
Abteilung r.ż.

5. μονάδα (τμήμα νοσοκομείου):

μονάδα
Station r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem μονάδα

μονάδα r.ż. αμύλου
μονάδα r.ż. δισκέτας
μονάδα r.ż. ευρώ
μονάδα r.ż. τσιπ (σε Η/Υ)
εμπορεύσιμη μονάδα FIN.
λογιστική μονάδα
ειδική μονάδα
μονάδα μάζας
μονάδα βάρους
μονάδα βάσης FIZ.
διεθνής μονάδα BIOL.
μονάδα ισχύος
ηλεκτρική μονάδα
μονάδα μέτρησης
μονάδα μήκους

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский