grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „νοιαστος“ w grecko » niemiecki słowniku

(Przełącz na niemiecko » grecki)

άπιαστ|ος <-η, -ο> [ˈapçastɔs] PRZYM.

1. άπιαστος (που δεν τον έπιασαν):

2. άπιαστος (ειδικά εγκληματία):

3. άπιαστος (απραγματοποίητος):

αμόνοιαστ|ος <-η, -ο> [aˈmɔɲastɔs] PRZYM.

ανοίκιαστ|ος <-η, -ο> [aˈnicastɔs] PRZYM.

ανήλιαγ|ος [aˈniʎaɣɔs], ανήλιαστ|ος [aˈniʎastɔs] <-η, -ο> PRZYM. (πλευρά σπιτιού)

ανέγνοιαστ|ος <-η, -ο> [aˈnɛɣɲastɔs] PRZYM.

ξενοίκιαστ|ος <-η, -ο> [ksɛˈnicastɔs] PRZYM.

άφτιαχτ|ος [ˈaftçaxtɔs], άφτιαστ|ος [ˈaftçastɔs] <-η, -ο> PRZYM.

1. άφτιαχτος (ανέτοιμος):

2. άφτιαχτος (που δεν επισκευάστηκε):

3. άφτιαχτος (κρεβάτι):

4. άφτιαχτος (δωμάτιο):

αβίαστ|ος <-η, -ο> [aˈviastɔs] PRZYM.

αλέκιαστ|ος <-η, -ο> [aˈlɛcastɔs] PRZYM.

ασόδιαστ|ος <-η, -ο> [aˈsɔðjastɔs] PRZYM.

ανενδοίαστ|ος <-η, -ο> [anɛnˈðiastɔs] PRZYM.

αλογάριαστ|ος <-η, -ο> [alɔˈɣari̯astɔs] PRZYM.

1. αλογάριαστος (ζημιά, πλούτη):

2. αλογάριαστος (ατσιγγούνευτος):

3. αλογάριαστος (για ανοιχτό λογαριασμό):

4. αλογάριαστος (απερίσκεπτος):

ανεφοδίαστ|ος <-η, -ο> [anɛfɔˈðiastɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский