grecko » niemiecki

παστρικιά [pastriˈca] SUBST r.ż.

πατρίκιος (πατρικία) [paˈtriciɔs, patriˈcia] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

πατρίκιος (πατρικία)
Patrizier(in) r.m. (r.ż.)

πατριαρχία [patriarˈçia] SUBST r.ż.

πατριώτης (πατριώτισσα) [patriˈɔtis, patriˈɔtisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. πατριώτης (συμπατριώτης):

Landsmann r.m.

2. πατριώτης (λατρευτής της πατρίδας του):

Patriot(in) r.m. (r.ż.)

πατρότητα [paˈtrɔtita] SUBST r.ż.

2. πατρότητα (ιδιότητα του δημιουργού):

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский