grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „πληρωμή“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

πληρωμή [plirɔˈmi] SUBST r.ż.

1. πληρωμή (καταβολή χρημάτων):

πληρωμή
Zahlung r.ż.
πληρωμή του δανείου
πληρωμή σε δόσεις
Ratenzahlung r.ż.
εξισωτική πληρωμή
Massenzahlungen r.ż. l.mn.
μερική πληρωμή
Teilzahlung r.ż.
πληρωμή μερίσματος
πληρωμή του μισθού
Vorkasse r.ż.
πληρωμή του πριμ
Nachzahlung r.ż.
πληρωμή της σύνταξης
πληρωμή των τελών
πληρωμή των φόρων
πληρωμή του χρέους
Zahlungsbedingungen r.ż. l.mn.

2. πληρωμή (αμοιβή εργασίας):

πληρωμή
Lohn r.m.
πληρωμή με το κομμάτι
Akkordlohn r.m.

Przykładowe zdania ze słowem πληρωμή

πληρωμή r.ż. έναντι
Zahlung r.ż. gegen+B.
πληρωμή r.ż. αποζημίωσης
εξισωτική πληρωμή
μερική πληρωμή
πληρωμή μερίσματος
πληρωμή r.ż. με το κομμάτι (μισθός)
πληρωμή με το κομμάτι
πληρωμή r.ż. με επιταγή
πληρωμή του πριμ
πληρωμή του δανείου
πληρωμή σε δόσεις
πληρωμή του μισθού
πληρωμή της σύνταξης
πληρωμή των τελών

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский