grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „καθυστέρηση“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

καθυστέρησ|η <-εις> [kaθisˈtɛrisi] SUBST r.ż.

1. καθυστέρηση (τρένου κτλ):

καθυστέρηση
Verspätung r.ż.
το τρένο είχε καθυστέρηση
έχω καθυστέρηση (για γυναίκα)
χωρίς καθυστέρηση (αμέσως)
πολύωρη καθυστέρηση
καθυστέρηση πληρωμής

2. καθυστέρηση (οπισθοδρομικότητα):

καθυστέρηση
Rückstand r.m.
νοητική/διανοητική καθυστέρηση
νοητική/διανοητική καθυστέρηση
Retardation r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem καθυστέρηση

καθυστέρηση r.ż. φάσης
καθυστέρηση r.ż. πληρωμής
διανοητική καθυστέρηση
έχω καθυστέρηση (για γυναίκα)
πολύωρη καθυστέρηση
καθυστέρηση πληρωμής
χωρίς καθυστέρηση (αμέσως)
μακρόχρονη καθυστέρηση
το τρένο είχε καθυστέρηση
νοητική/διανοητική καθυστέρηση

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский