grecko » niemiecki

πρόσκοπος (προσκοπίνα) [ˈprɔskɔpɔs, prɔskɔˈpina] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

πρόσκοπος (προσκοπίνα)
Pfadfinder(in) r.m. (r.ż.)

I . προσκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [prɔskɔˈlɔ] VERB cz. przech. (κολλώ)

II . προσκολλιέμαι o προσκολλώμαι VERB cz. zwr.

1. προσκολλιέμαι o προσκολλώμαι (αφοσιώνομαι):

2. προσκολλιέμαι o προσκολλώμαι (έρχομαι απρόσκλητος):

προσκομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔskɔˈmizɔ] VERB cz. przech.

1. προσκομίζω (βρίσκω):

2. προσκομίζω (παρουσιάζω):

προσκόμισ|η <-εις> [prɔsˈkɔmisi] SUBST r.ż.

1. προσκόμιση (εξεύρεση):

Beschaffung r.ż.

2. προσκόμιση (παρουσίαση):

Vorlegen r.n.

προσκυν|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ημένος> [prɔsciˈnɔ] VERB cz. przech.

1. προσκυνώ REL.:

2. προσκυνώ (δείχνω υποταγή):

προσκήνιο [prɔˈsciniɔ] SUBST r.n.

1. προσκήνιο TEATR:

Vorbühne r.ż.

2. προσκήνιο (σε εικόνα: πρώτο πλάνο):

προσκύνημα [prɔsˈcinima] SUBST r.n.

1. προσκύνημα (προσκύνηση):

Anbetung r.ż.

2. προσκύνημα (τόπος):

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский