grecko » niemiecki

συμπαραστάτης (συμπαραστάτισσα) [simbaraˈstatis, simbaraˈstatisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

συμπαραστάτης (συμπαραστάτισσα)
Helfer(in) r.m. (r.ż.)

συμπαράστασ|η <-εις> [simbaˈrastasi] SUBST r.ż.

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST r.m., επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST r.ż.

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST r.ż.

παραστατικ|ός <-ή, -ό> [parastatiˈkɔs] PRZYM.

1. παραστατικός (περιγραφή):

2. παραστατικός (γεωμετρία):

παραστατικό [parastatiˈkɔ] SUBST r.n. GOSP.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский