grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „συνάρτηση“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

συνάρτησ|η <-εις> [siˈnartisi] SUBST r.ż.

1. συνάρτηση:

συνάρτηση
σε συνάρτηση με

2. συνάρτηση MAT.:

συνάρτηση
Funktion r.ż.
αναδρομική συνάρτηση
αναλυτική συνάρτηση
αρμονική συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση
συνάρτηση απώλειας STATYST.
άρρητη συνάρτηση
συνάρτηση βήτα
Betafunktion r.ż.
γενικευμένη συνάρτηση
γραμμική συνάρτηση
μη γραμμική συνάρτηση
διανυσματική συνάρτηση
δυναμική συνάρτηση
εκθετική συνάρτηση
κυκλική συνάρτηση
λογαριθμική συνάρτηση
μετρήσιμη συνάρτηση
μονότονη συνάρτηση
ολόμορφη συνάρτηση
ομογενής συνάρτηση
orthogonale Funktionen r.ż. l.mn.
παραγοντική συνάρτηση
περιοδική συνάρτηση
πλειονότιμη συνάρτηση
πολυωνυμική συνάρτηση
συνεχής συνάρτηση
τυχαία συνάρτηση
συνάρτηση ψι
Psi-Funktion r.ż.

συνάρτηση SUBST

Hasło od użytkownika
μιγαδική συνάρτηση r.ż. MAT.

Przykładowe zdania ze słowem συνάρτηση

συνάρτηση r.ż. παλινδρόμησης
συνάρτηση r.ż. συνημιτόνου
συνάρτηση r.ż. γάμμα MAT.
συνάρτηση απώλειας STATYST.
συνάρτηση βήτα
υπερελλειπτική συνάρτηση
χαμιλτωνιανή συνάρτηση
παραγοντική συνάρτηση
μονότονη συνάρτηση MAT.
αναδρομική συνάρτηση
πολυωνυμική συνάρτηση
συνεχής συνάρτηση
τυχαία συνάρτηση
συνάρτηση ψι
εκθετική συνάρτηση
αναλυτική συνάρτηση
αρμονική συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский