grecko » niemiecki

μπεκιάρ|ης <-ηδες> [bɛˈcaris] SUBST r.m., μπεκιάρισσα [bɛˈcarisa] SUBST r.ż.

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST r.m., μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST r.ż.

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST r.m., μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST r.ż.

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) r.m. (r.ż.)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) r.m. (r.ż.)

νοικάρ|ης <-ηδες> [niˈkaris] SUBST r.m., νοικάρισσα [niˈkarisa] SUBST r.ż.

Mieter(in) r.m. (r.ż.)

καμηλιέρ|ης <-ηδες> [kamiˈʎɛris] SUBST r.m., καμηλιέρισσα [kamiˈʎɛrisa] SUBST r.ż.

φούρναρης <φουρνάρηδες> [ˈfurnaris], φουρνάρ|ης [furˈnaris] <-ηδες> SUBST r.m., φουρνάρισσα [furˈnarisa] SUBST r.ż.

Bäcker(in) r.m. (r.ż.)

καβαλάρ|ης <-ηδες> [kavaˈlaris] SUBST r.m., καβαλάρισσα [kavaˈlarisa] SUBST r.ż.

Reiter(in) r.m. (r.ż.)

πορτιέρ|ης <-ηδες> [pɔrˈtçɛris] SUBST r.m., πορτιέρισσα [pɔrˈtçɛrisa] SUBST r.ż.

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST r.m., καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST r.ż.

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) r.m. (r.ż.)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän r.m.

ταβερνιάρ|ης <-ηδες> [tavɛrˈɲaris] SUBST r.m., ταβερνιάρισσα [tavɛrˈɲarisa] SUBST r.ż.

μουσαφίρ|ης <-ηδες> [musaˈfiris] SUBST r.m., μουσαφίρισσα [musaˈfirisa] SUBST r.ż.

εισπράκτορας [isˈpraktɔras], εισπράχτορας [isˈpraxtɔras] SUBST r.m., εισπρακτόρισσα [isprakˈtɔrisa], εισπραχτόρισσα [ispraxˈtɔrisa] SUBST r.ż.

1. εισπράκτορας (γενικά):

Kassierer(in) r.m. (r.ż.)

2. εισπράκτορας (σε τρένο):

Schaffner(in) r.m. (r.ż.)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский