grecko » niemiecki

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST r.m., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST r.ż.

μανάβ|ης <-ηδες> [maˈnavis] SUBST r.m., μανάβισσα [maˈnavisa] SUBST r.ż.

παραλ|ής <-ήδες> [paraˈlis] SUBST r.m., παραλίδισσα [paraˈliðisa], παραλ|ού [paraˈlu] <-ούδες> SUBST r.ż. pot.

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST r.m., καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST r.ż.

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) r.m. (r.ż.)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän r.m.

διαβόλισσα [ðjaˈvɔlisa] SUBST r.ż. (θηλυκός διάβολος, γυναίκα)

χαραμοφάης [xaramɔˈfais], χαραμοφ|άς [xaramɔˈfas] <-άδες> SUBST r.m., χαραμοφάγα [xaramɔˈfaɣa], χαραμοφάισσα [xaramɔˈfaisa] SUBST r.ż.

Αρμένιος [arˈmɛniɔs], Αρμένης [arˈmɛnis] SUBST r.m., Αρμένια [arˈmɛnia], Αρμένισσα [arˈmɛnisa] SUBST r.ż.

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST r.m., αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST r.ż.

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) r.m. (r.ż.)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) r.m. (r.ż.)

βασιλι|άς <-άδες> [vasiˈʎas] SUBST r.m., βασίλισσα [vaˈsilisa] SUBST r.ż.

1. βασιλιάς (άρχοντας):

König(in) r.m. (r.ż.)

2. βασιλιάς (στο σκάκι):

König r.m.
Dame r.ż.
Damenflanke r.ż.

αραβόσιτος [araˈvɔsitɔs] SUBST r.m.

γιάπ|ης <-ηδες> [ˈjapis] SUBST r.m., γιάπισσα [ˈjapisa] SUBST r.ż.

ελατόπισσα [ɛlaˈtɔpisa] SUBST r.ż.

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST r.m., μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST r.ż.

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST r.m., μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST r.ż.

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) r.m. (r.ż.)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) r.m. (r.ż.)

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST r.m., μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST r.ż.

αλμπάν|ης <-ηδες> [alˈbanis] SUBST r.m., αλμπάνισσα [alˈbanisa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский