grecko » niemiecki

I . απομονώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔmɔˈnɔnɔ] VERB cz. przech. ELEKTROT.

II . απομονώνομαι VERB cz. zwr.

απόμον|ος <-η, -ο> [aˈpɔmɔnɔs] PRZYM.

απομονωμέν|ος <-η, -ο> [apɔmɔnɔˈmɛnɔs] PRZYM. (χωριό)

απομονωτήριο [apɔmɔnɔˈtiriɔ] SUBST r.n.

1. απομονωτήριο (σε νοσοκομείο):

2. απομονωτήριο (σε φυλακή):

Einzelzelle r.ż.

απομόνωσ|η <-εις> [apɔˈmɔnɔsi] SUBST r.ż.

1. απομόνωση (κατάσταση, και ψυχική):

Isolation r.ż.

2. απομόνωση (πράξη) ELEKTROT.:

Isolierung r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский