grecko » niemiecki

δημόσι|ος <-α, -ο> [ðiˈmɔsiɔs] PRZYM.

Przykładowe zdania ze słowem δημόσιος

δημόσιος κατήγορος
δημόσιος κίνδυνος
δημόσιος τομέας
δημόσιος υπάλληλος
Beamter r.m. (Beamtin) r.ż.
Schullehrer(in) r.m. (r.ż.)
δημόσιος κήπος
Park r.m.
δημόσιος διάλογος
ο δημόσιος βίος

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский