grecko » niemiecki

διαμαρτυρόμενος [ðiamartiˈrɔmɛnɔs] SUBST r.m.

διαμαρτύρησ|η <-εις> [ðiamarˈtirisi] SUBST r.ż.

διαμαρτύρ|ομαι <-ήθηκα, -ημένος> [ðiamarˈtirɔmɛ] VERB cz. zwr.

1. διαμαρτύρομαι (έντονα):

2. διαμαρτύρομαι (ήπια):

μαρτυρικ|ός <-ή, -ό> [martiriˈkɔs] PRZYM.

1. μαρτυρικός (σχετικός με το μάρτυρα):

Zeugen-

2. μαρτυρικός (βασανιστικός):

διαμαντικό [ðjamandiˈkɔ] SUBST r.n.

διαμετρικ|ός <-ή, -ό> [ðiamɛtriˈkɔs] PRZYM.

1. διαμετρικός (της διαμέτρου):

2. διαμετρικός (κατά τη διεύθυνση της διαμέτρου):

διαμαντένι|ος <-α, -ο> [ðjamanˈdɛɲɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский