grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „δύναμη“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

δύναμ|η <-εις> [ˈðinami] SUBST r.ż.

1. δύναμη (γενικά) FIZ.:

δύναμη
Kraft r.ż.
βάζω όλη μου τη δύναμη
χωρίς δύναμη
η κινητήρια δύναμη
αγοραστική δύναμη
Kaufkraft r.ż.
ζωική δύναμη
Lebenskraft r.ż.
θερμαντική δύναμη
Heizkraft r.ż.
κεντρομόλος δύναμη
κεντρόφυγος δύναμη
κινητήρια δύναμη και przen.
μαγνητική δύναμη
Magnetkraft r.ż.
μαγνητική δύναμη
μοριακή δύναμη
Produktivkräfte r.ż. l.mn.
Geisteskraft r.ż. l.poj.
δύναμη προσρόφησης
σωματική δύναμη
Körperkraft r.ż.
δύναμη τριβής
δύναμη (του) χαρακτήρα

2. δύναμη (κράτος, εξουσία, επιρροή):

δύναμη POLIT., WOJSK.
Macht r.ż.
βιομηχανική δύναμη
Streitkräfte r.ż. l.mn.
die Großmächte r.ż. l.mn.
ναυτική δύναμη
Seemacht r.ż.
Seestreitkräfte r.ż. l.mn.
Marine r.ż.
οικονομική δύναμη
παγκόσμια δύναμη
Weltmacht r.ż.
προστάτιδα δύναμη
Schutzmacht r.ż.
πυρηνική δύναμη
Atommacht r.ż.

3. δύναμη MAT.:

δύναμη
Potenz r.ż.
η τέταρτη δύναμη του 3 είναι 81
3 hoch 4 ist (gleich) 81
δύναμη του 10
Zehnerpotenz r.ż.
δύναμη του συνεχούς

Przykładowe zdania ze słowem δύναμη

δύναμη r.ż. προσρόφησης
δύναμη r.ż. τριβής
δύναμη r.ż. άνωσης
δύναμη r.ż. συστολής
δύναμη r.ż. συνάφειας
Kaufkraft r.ż.
βουλητική δύναμη
χωρίς δύναμη
ζωική δύναμη
ναυτική δύναμη
Seemacht r.ż.
Heizkraft r.ż.
μαγνητική δύναμη
θλιπτική δύναμη

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский