επικαρπία [ɛpikarˈpia] SUBST r.ż. PR.
-
Nutznießung r.ż.
-
δικαιούμενος/δικαιούμενη r.m./r.ż. επικαρπίας
-
δικαίωμα r.n. επικαρπίας
-
Ususfruktus r.m.
-
δικαίωμα r.n. επικαρπίας
-
Nießbrauch r.m.
-
μετοχή r.ż. επικαρπίας GOSP.
-
Genussschein r.m.