grecko » niemiecki

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST r.ż.

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST r.m., αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST r.ż.

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) r.m. (r.ż.)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) r.m. (r.ż.)

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST r.m., τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST r.ż.

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST r.m., σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST r.ż.

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST r.m., προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST r.ż.

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST r.m., φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST r.ż.

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST r.m., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST r.ż.

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST r.m., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST r.m./r.ż.

γιάπ|ης <-ηδες> [ˈjapis] SUBST r.m., γιάπισσα [ˈjapisa] SUBST r.ż.

διαβόλισσα [ðjaˈvɔlisa] SUBST r.ż. (θηλυκός διάβολος, γυναίκα)

ελατόπισσα [ɛlaˈtɔpisa] SUBST r.ż.

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST r.m., μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST r.ż.

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST r.m., μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST r.ż.

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) r.m. (r.ż.)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) r.m. (r.ż.)

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST r.m., μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский