καταναλωτής (καταναλώτρια) [katanalɔˈtis, katanaˈlɔtria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)
1. καταναλωτής (γενικά) GOSP.:
-
Großverbraucher r.m.
-
Erstverbraucher r.m.
-
προστασία r.ż. του καταναλωτή
-
Verbraucherschutz r.m.
-
συμπεριφορά r.ż. του καταναλωτή
-
Konsumentenverhalten r.n.
-
(γεωγραφική) ανάλυση r.ż. της συμπεριφοράς των καταναλωτών
2. καταναλωτής BIOL.:
-
Konsument r.m.
-
Primärkonsument r.m.
-
Sekundärkonsument r.m.
-
Tertiärkonsument r.m.