I . κατηγορούμεν|ος <-η, -ο> [katiɣɔˈrumɛnɔs] PRZYM. PR.
1. κατηγορούμενος (παραπεμφθείς στο ακροατήριο):
2. κατηγορούμενος (κατά τη διερευνητική διαδικασία):
3. κατηγορούμενος (κατά του οποίου ασκείται ποινική δίωξη):
II . κατηγορούμεν|ος <-η, -ο> [katiɣɔˈrumɛnɔs] SUBST r.m./r.ż. PR.
2. κατηγορούμενος (κατά τη διερευνητική διαδικασία):
-
Beschuldigte(r) mf
3. κατηγορούμενος (κατά του οποίου ασκείται ποινική δίωξη):
-
Angeschuldigte(r) mf