grecko » niemiecki

κοσμοπολιτικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmɔpɔlitiˈkɔs] PRZYM.

κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα) [kɔzmɔpɔˈlitis, kɔzmɔpɔˈlitisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. κοσμοπολίτης (που κινείται σε κοσμικό επίπεδο):

κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα)
Kosmopolit(in) r.m. (r.ż.)

2. κοσμοπολίτης (που έχει ζήσει σε πολλές χώρες):

κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα)
Weltbürger(in) r.m. (r.ż.)

κοσμοπλημμύρα [kɔzmɔpliˈmira] SUBST r.ż.

κοσμοπλάστης [kɔzmɔˈplastis] SUBST r.m.

κοσμογονία [kɔzmɔɣɔˈnia] SUBST r.ż. FIZ.

κοσμολογία [kɔzmɔlɔˈjia] SUBST r.ż.

κοσμογονικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmɔɣɔniˈkɔs] PRZYM.

κοσμολογικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmɔlɔjiˈkɔs] PRZYM.

κοσμοναυτική [kɔzmɔnaftiˈci] SUBST r.ż.

κοσμοχαλασμός [kɔzmɔxalazˈmɔs] SUBST r.m., κοσμοχαλασιά [kɔzmɔxalaˈsça] SUBST r.ż.

κοσμοβιολογία [kɔzmɔviɔlɔˈjia] SUBST r.ż.

κοσμοκρατορία [kɔzmɔkratɔˈria] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский