grecko » niemiecki

συμβολιστής (συμβολίστρια) [siɱvɔlisˈtis, siɱvɔˈlistria] SUBST r.m. (r.ż.)

συμβολιστής (συμβολίστρια)
Symbolist(in) r.m. (r.ż.)

συμβολισμός [siɱvɔlizˈmɔs] SUBST r.m.

1. συμβολισμός (συμβολική παράσταση):

2. συμβολισμός (τεχνοτροπία στη λογοτεχνία, κίνημα):

συμβολική [siɱvɔliˈci] SUBST r.ż.

συμβολικ|ός <-ή, -ό> [siɱvɔliˈkɔs] PRZYM.

συμβολόμετρο [siɱvɔˈlɔmɛtrɔ] SUBST r.n. FIZ.

συμβολαιογραφικά [siɱvɔlɛɔɣrafiˈka] SUBST r.n. l.mn.

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST r.m., βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST r.ż.

συμβουλάτορας [siɱvuˈlatɔras] SUBST r.m.

συμβολαιογράφος [siɱvɔlɛɔˈɣrafɔs] SUBST mf

συμβολαιογραφικ|ός <-ή, -ό> [siɱvɔlɛɔɣrafiˈkɔs] PRZYM.

συμβολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siɱvɔˈlizɔ] VERB cz. przech.

συμβολαιογραφείο [siɱvɔlɛɔɣraˈfiɔ] SUBST r.n.

συμβούλιο [siɱˈvuliɔ] SUBST r.n.

συμβουλευτικ|ός <-ή, -ό> [siɱvulɛftiˈkɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский