grecko » niemiecki

Υψηλότατος (Υψηλοτάτη) [ipsiˈlɔtatɔs, ipsilɔˈtati] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

ψηλομύτ|ης <-α, -ικο> [psilɔˈmitis] PRZYM.

φίλτατ|ος <-η, -ο> [ˈfiltatɔs] PRZYM.

εσώτατ|ος <-η, -ο> [ɛˈsɔtatɔs] PRZYM.

ασύστατ|ος <-η, -ο> [aˈsistatɔs] PRZYM.

1. ασύστατος (χωρίς συστάσεις):

2. ασύστατος (αβάσιμος):

ανάστατ|ος <-η, -ο> [aˈnastatɔs] PRZYM.

1. ανάστατος (πολύ ακατάστατος):

2. ανάστατος (άτομο: ταραγμένος):

3. ανάστατος (πλήθος: ταραγμένο):

κατώτατ|ος <-η, -ο> [kaˈtɔtatɔs] PRZYM.

1. κατώτατος (ο πιο κάτω: σε στοίβα κτλ):

unterste(r, s)

2. κατώτατος (χαμηλότερος: τιμή κτλ):

niedrigste(r, s).

υπέρτατ|ος <-η, -ο> [iˈpɛrtatɔs] PRZYM.

λογιότατ|ος (-η) [lɔjiˈɔtat|ɔs, -i] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский