grecko » niemiecki

ανα|τρέφω <-θρεψα, -τράφηκα, -θρεμμένος> [anaˈtrɛfɔ] VERB cz. przech.

1. ανατρέφω (μεγαλώνω):

2. ανατρέφω (διαπαιδαγωγώ):

ανατρεπόμενο [anatrɛˈpɔmɛnɔ] SUBST r.n. (φορτηγό)

ανατρεπτικ|ός <-ή, -ό> [anatrɛptiˈkɔs] PRZYM. (που αποσκοπεί την ανατροπή του κεθεστώτος)

αν|ατρέπω <-έτρεψα, -ατράπηκα> [anaˈtrɛpɔ] VERB cz. przech.

1. ανατρέπω (βάρκα):

2. ανατρέπω (αυτοκίνητο):

3. ανατρέπω (ρίχνω κάτω):

4. ανατρέπω (τα σχέδια κάποιου):

5. ανατρέπω (κυβέρνηση, δικτάτορα):

6. ανατρέπω (ισχυρισμό):

αν|ατρέχω <-έτρεξα> [anaˈtrɛxɔ] VERB cz. nieprzech.

2. ανατρέχω (καταφεύγω: σε λεξικό):

ανατροπή [anatrɔˈpi] SUBST r.ż.

1. ανατροπή (με μηχάνημα):

Kippen r.n.

2. ανατροπή (ρίξιμο στο έδαφος):

Umsturz r.m.

3. ανατροπή (κυβέρνησης, πολιτικού):

Sturz r.m.

4. ανατροπή (ισχυρισμού):

Widerlegung r.ż.

5. ανατροπή (ντάμπινγκ):

Dumping r.n.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский