grecko » niemiecki

διαθέσιμ|ος <-η, -ο> [ðiaˈθɛsimɔs] PRZYM.

2. διαθέσιμος (που μπορεί να αγοραστεί):

δικάσιμη [ðiˈkasimi], δικάσιμος [ðiˈkasimɔs] SUBST r.ż. PR.

διάθεσ|η <-εις> [ðiˈaθɛsi] SUBST r.ż.

5. διάθεση (αποβλήτων):

Entsorgung r.ż.

7. διάθεση (πρόθεση, σκοπός):

Absichten r.ż. l.mn.

βιοδιαθεσιμότητα [viɔðiaθɛsiˈmɔtita] SUBST r.ż.

αδιαθεσία [aðiaθɛˈsia] SUBST r.ż. (έλλειψη καλής διάθεσης)

ευδιαθεσία [ɛvðiaθɛˈsia] SUBST r.ż.

1. ευδιαθεσία (καλό κέφι):

gute Laune r.ż.

2. ευδιαθεσία (προθυμία):

διαθλασιμετρία [ðiaθlasimɛˈtria] SUBST r.ż.

μεταθεσιμότητα [mɛtaθɛsiˈmɔtita] SUBST r.ż. MAT.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский