grecko » niemiecki

οχετός [ɔçɛˈtɔs] SUBST r.m.

1. οχετός:

Kanal r.m.

ευχερ|ής <-ής, -ές> [ɛfçɛˈris] PRZYM.

απλοχέρ|ης <-α, -ικο> [aplɔˈçɛris] PRZYM.

κύρης [ˈciris] SUBST r.m.

1. κύρης (κύριος):

Herr r.m.

2. κύρης (πατέρας):

Vater r.m.

εμίρ|ης <-ηδες> [ɛˈmiris] SUBST r.m.

λάτρης (λάτρισσα) [ˈlatris, ˈlatrisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. λάτρης (θεότητας):

Verehrer(in) r.m. (r.ż.)
Anbeter(in) r.m. (r.ż.)

2. λάτρης (της τέχνης, του ωραίου κτλ):

Liebhaber(in) r.m. (r.ż.)

πλήρ|ης <-ης, -ες> [ˈpliris] PRZYM.

1. πλήρης (άρτιος):

3. πλήρης (ξενοδοχείο):

4. πλήρης (ολοκληρωτικός: υποστήριξη):

ζερβοχέρ|ης <-α, -ικο> [zɛrvɔˈçɛris] PRZYM.

κουλοχέρης [kulɔˈçɛris] SUBST r.m. (στο καζίνο)

μακροχέρ|ης <-α, -ικο> [makrɔˈçɛris] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский