grecko » niemiecki

χωριατιά [xɔri̯aˈtça] SUBST r.ż.

χωριάτικ|ος <-η, -ο> [xɔˈri̯atikɔs] PRZYM.

1. χωριάτικος (από χωριό):

dörflich, Land-

2. χωριάτικος przen. (αγροίκος):

χωριατοπούλα [xɔri̯atɔˈpula] SUBST r.ż.

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST r.m., πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST r.ż.

χαρτομάντισσα [xartɔˈmandisa] SUBST r.ż.

χωριάτης (χωριάτισσα) [xɔˈri̯atis, xɔˈri̯atisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. χωριάτης (κάτοικος χωριού):

χωριάτης (χωριάτισσα)
Dorfbewohner(in) r.m. (r.ż.)

2. χωριάτης przen. (άξεστος):

χωριάτης (χωριάτισσα)
Bauer r.m. (Bäuerin) r.ż.

χωριατόπουλο [xɔri̯aˈtɔpulɔ] SUBST r.n.

χωριαν|ός (-ή) [xɔri̯aˈn|ɔs, -i] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST r.m., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST r.ż.

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST r.m., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST r.m./r.ż.

χωριστ|ός <-ή, -ό> [xɔrisˈtɔs] PRZYM.

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST r.m., αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST r.ż.

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) r.m. (r.ż.)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) r.m. (r.ż.)

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST r.ż.

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST r.m., προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST r.ż.

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST r.m., φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский